- σωματοποιός
- σωμᾰτοποι-ός, όν,A giving bodily existence, Iamb. Myst.8.1 (v.l. σώματα ποιὰ).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοποιός — όν, Α αυτός που δίνει σωματική υπόσταση, που δίνει υλική ύπαρξη σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ποιός*] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σωματουργικός — ή, όν, Α [σωματουργός] σωματοποιός* … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σωματοποιῶν — σωματοποιέω give bodily existence to pres part act masc nom sg (attic epic doric) σωματοποιός giving bodily existence masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)